- -άρι
- κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. -άριον ή < μσν. κατάλ. -άριον < λατ. κατάλ. -arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. -άριν (< -άριον, με συγκοπή του -ο-), η οποία —με σίγηση του ν— θα πάρει τελικά τη μορφή -άριπρβλ. ζευγάρι (μσν. ζευγάριν < αρχ. υποκορ. ζευγάριον < αρχ. ζεύγος), ποδάρι (< μσν. ποδάριν < αρχ. υποκορ. ποδάριον < αρχ. πους, ποδός), αρμάρι (< μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον, < λατ. armarium), κελάρι (< μσν. κελ(λ)άριν < μσν. κελ(λ)άριον < λατ. cellarium) κ.ά. Η κατάλ. -άρι χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό ουσιαστικών:1) από ουσιαστικά για να δηλώσουν ό,τι περίπου και το πρωτότυποπρβλ. δίσκος-δισκάρι, ζύμη- ζυμάρι, θρεφτό-θρεφτάρι, θύμος-θυμάρι, πετεινός-πετεινάρι, χαλινός-χαλινάρι2) από ονόματα ή ρήματα δηλώνουν το όργανοπρβλ. αγίασμα-αγιασματάρι, αρμέγω-αρμεγάρι, κρεμαστός-κρεμαστάρι3) από ονόματα ή ρήματα δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπουπρβλ. γεμάτος-γεματάρι, κεφαλή-κεφαλάρι, μακρύνω-μακρυνάρι4) από αριθμητικά δηλώνουν ποσόπρβλ. δέκα-δεκάρι, είκοσι-εικοσάρι, πενήντα-πενηντάρι5) από ρήματα δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειαςπρβλ. απογεννώ-απογεννάρι, απομένω-απομεινάρι.
Dictionary of Greek. 2013.